Ανακάλυψη
(απόσπασμα του έργου του)
Σε μια
γυναίκα
Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω
……στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες
Κανείς δεν είναι μόνος «Ήρθα», έλεγες πάντα μπαίνοντας στο δωμάτιο, παρ’ όλο που δεν
……σε περίμενε κανείς.
Όμως ακριβώς αυτό σου έδινε μια βαθύτερη απάντηση.
Ο επίλογος
Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε μου αποκρίθηκαν
κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο η εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν,
……χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν — όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα,
……η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
……και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε, με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα — αφού το τέλειο έγκλημα έγινε
……εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί. Όμως εγώ υπήρξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
……ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα παιδικό --
μη μ’ αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο
……ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
……ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο επίλογο ενός μυστηρίου.
Επιστροφή απ’ το φαρμακείο
Συνέβη χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς — η μητέρα είχε πονοκέφαλο,
……θυμάμαι, και μ’ έστειλαν στο φαρμακείο,
στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα έναν γέρο,
……τρόμαξα με μια πέτρα δυο πουλιά
κι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμο
ούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια
Απαγορεύεται η έξοδος
Νύχτα. Μονάχα τ’ άστρα. Και πέρα το βάθος του ολάνοιχτου ορίζοντα--
εκεί που πάνε οι άνθρωποι χωρίς τα ονόματά τους.
……στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες
Κανείς δεν είναι μόνος «Ήρθα», έλεγες πάντα μπαίνοντας στο δωμάτιο, παρ’ όλο που δεν
……σε περίμενε κανείς.
Όμως ακριβώς αυτό σου έδινε μια βαθύτερη απάντηση.
Ο επίλογος
Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε μου αποκρίθηκαν
κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο η εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν,
……χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν — όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα,
……η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
……και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε, με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα — αφού το τέλειο έγκλημα έγινε
……εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί. Όμως εγώ υπήρξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
……ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα παιδικό --
μη μ’ αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο
……ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
……ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο επίλογο ενός μυστηρίου.
Επιστροφή απ’ το φαρμακείο
Συνέβη χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς — η μητέρα είχε πονοκέφαλο,
……θυμάμαι, και μ’ έστειλαν στο φαρμακείο,
στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα έναν γέρο,
……τρόμαξα με μια πέτρα δυο πουλιά
κι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμο
ούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια
Απαγορεύεται η έξοδος
Νύχτα. Μονάχα τ’ άστρα. Και πέρα το βάθος του ολάνοιχτου ορίζοντα--
εκεί που πάνε οι άνθρωποι χωρίς τα ονόματά τους.